- ευμετάπειστος
- ος , ον легко переубеждаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμετάπειστος — easy to persuade masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετάπειστος — η, ο (Α εὐμετάπειστος, ον) αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα πειστός (< μετα πείθω)] … Dictionary of Greek
ευμετάπειστος — η, ο αυτός που πείθεται εύκολα, που αλλάζει γνώμη εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμετάπειστον — εὐμετάπειστος easy to persuade masc/fem acc sg εὐμετάπειστος easy to persuade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάπειστοι — εὐμετάπειστος easy to persuade masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκολογύριστος — η, ο 1. αυτός που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος 2. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, ο ευμετάπειστος, ο ευμετάβλητος … Dictionary of Greek